- καταλάγιασμα
- το успокоение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταλάγιασμα — το [καταλαγιάζω] η καταπράυνση, το γαλήνεμα … Dictionary of Greek
καταλλάγι — και καταλλάι, τὸ (Μ) κατευνασμός, καταλάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταλλαγιάζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek