καταλάγιασμα

καταλάγιασμα
το успокоение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καταλάγιασμα" в других словарях:

  • καταλάγιασμα — το [καταλαγιάζω] η καταπράυνση, το γαλήνεμα …   Dictionary of Greek

  • καταλλάγι — και καταλλάι, τὸ (Μ) κατευνασμός, καταλάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καταλλαγιάζω, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»